- ανατολικομεσημβρινός
- -ή, -ό1. (για χώρες) νοτιοανατολικός2. (για ανέμους) αυτός που πνέει από νοτιοανατολικά3.(για κτίσματα) αυτός που έχει πρόσοψη προς νοτιοανατολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατολικός + μεσημβρινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.